xirodermia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- xirodermia < αρχαία ελληνική ξηρός + δέρμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
xirodermia (it) θηλυκό
- (ιατρική) η ξηροδερμία
xirodermia (it) θηλυκό