yetişmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

yetişmek (tr)

  1. προλαβαίνω
    İtfaiye yetişip yangını hemen söndürdü.
    Η πυροσβεστική πρόλαβε και έσβησε την φωτιά γρήγορα.
  2. φτάνω, πλησιάζω κάτι με το χέρι μου ή άλλα μέσα που διαθέτω, προσεγγίζω
    Yetişemiyorum, çok yüksekte.
    Δεν μπορώ να φτάνω, είναι πολύ ψηλά.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]