younger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- younger , συγκριτικός βαθμός του επιθέτου young
Επίθετο
[επεξεργασία]younger (en)
- μικρότερος σε ηλικία, νεότερος
- my younger sister - η μικρότερη αδελφή μου
- που αναφέρεται σε μια μικρότερη ηλικία
- my younger years - τα χρόνια της νεότητάς μου, όταν ήμουν νεότερος