zatrudnienie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zatrudnienie < από το ρήμα zatrudnić / zatrudniać
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌzatrudʲˈɲɛ̇̃ɲɛ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zatrudnienie (pl) ουδέτερο
- η δουλειά, η απασχόληση