zoopsie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- zoopsie < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zoopsie | zoopsies |
zoopsie (fr) θηλυκό
- (ψυχολογία) οραματισμός ζώων, συνήθως τρομακτικών