échiqueté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échiqueté | échiquetés |
θηλυκό | échiquetée | échiquetées |
Επίθετο[επεξεργασία]
échiqueté (fr)
- οργανωμένος σαν τα τετραγωνάκια μιας σκακιέρας
- (εραλδική) χωρισμένος σε τετραγωνάκια