étoffé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étoffé | étoffés |
θηλυκό | étoffée | étoffées |
Επίθετο[επεξεργασία]
étoffé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étoffé | étoffés |
θηλυκό | étoffée | étoffées |
étoffé (fr)