ΑΣΟ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΑΣΟ < Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΑΣΟ ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός