δολοπλοκώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ .. |
μ →{{ρήμα|el}}: . |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''', παρατατικός:''δολοπλοκούσα'', μέλλοντας στιγμιαίος: ''θα δολοπλοκήσω'', αόριστος: ''δολοπλόκησα'', παθ. φωνή ''δολοπλοκούμαι'', μετοχή παθ. ενεστώτα: ''δολοπλοκούμενος''. |
||
# Κάνω δόλιες ενέργειες για να πετύχω το σκοπό μου: ''οι επίδοξοι διάδοχοι του Βασιλιά ''δολοπλοκούσαν'' ώστε ο Μονάρχης να ανατραπεί''. |
# (μτβ.) Κάνω δόλιες ενέργειες για να πετύχω το σκοπό μου: ''οι επίδοξοι διάδοχοι του Βασιλιά ''δολοπλοκούσαν'' ώστε ο Μονάρχης να ανατραπεί''. |
||
===={{συγγενικά |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[δολοπλοκία]] |
*[[δολοπλοκία]] |
||
*[[δολοπλόκος]] |
*[[δολοπλόκος]] |
Αναθεώρηση της 00:26, 6 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δολοπλοκώ <μεσαιωνική ελληνική δολοπλοκώ< δολο- (δόλος) + -πλοκώ (πλέκω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
δολοπλοκώ, παρατατικός:δολοπλοκούσα, μέλλοντας στιγμιαίος: θα δολοπλοκήσω, αόριστος: δολοπλόκησα, παθ. φωνή δολοπλοκούμαι, μετοχή παθ. ενεστώτα: δολοπλοκούμενος.
- (μτβ.) Κάνω δόλιες ενέργειες για να πετύχω το σκοπό μου: οι επίδοξοι διάδοχοι του Βασιλιά δολοπλοκούσαν ώστε ο Μονάρχης να ανατραπεί.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κάνω δολοπλοκίες
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «δολοπλοκω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'δολοπλοκώ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «δολοπλοκω».