ύδωρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fj |
||
Γραμμή 25: | Γραμμή 25: | ||
[[en:ύδωρ]] |
[[en:ύδωρ]] |
||
[[fj:ύδωρ]] |
|||
[[fr:ύδωρ]] |
[[fr:ύδωρ]] |
||
[[ko:ύδωρ]] |
[[ko:ύδωρ]] |
Αναθεώρηση της 13:29, 20 Οκτωβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ύδωρ < αρχαία ελληνική ὕδωρ
Ουσιαστικό
ύδωρ ουδέτερο, γενική: του ύδατος
- το νερό. Το πιο διαδεδομένο υγρό στοιχείο στη γη. Υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο στη φυσική κατάσταση. Αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο, ο χημικός του τύπος είναι H2O. Περνά στην αέρια κατάσταση στους 100°C (βαθμούς Κελσίου, Celsius) και στη στερεά κατάσταση (πάγος) στους 0°C σε ατμοσφαιρική πίεση 1G. 97,5% του νερού που βρίσκεται στη Γη είναι αλμυρό.
Συγγενικά
Η μορφή υδρ-, υδρο- χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό πολλών δεκάδων λέξεων.
Πολυλεκτικοί όροι
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ύδωρ
→ δείτε τη λέξη νερό |
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υδωρ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ύδωρ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υδωρ».