δαπανηρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 59: Γραμμή 59:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[chr:δαπανηρός]]

Αναθεώρηση της 09:11, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαπανηρός < αρχαία ελληνική < δαπάνη + -ηρός

Επίθετο

δαπανηρός, -ή, ό

  1. που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να αποκτηθεί, διεξαχθεί ή συντηρηθεί


Μεταφράσεις