ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κλίση
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:ζωγραφίζω]]
[[en:ζωγραφίζω]]
[[en:ζωγραφίζω]]
[[mg:ζωγραφίζω]]
[[mg:ζωγραφίζω]]

Αναθεώρηση της 09:50, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζωγραφίζω < ζωγράφος

Ρήμα

ζωγραφίζω

  1. σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
  2. είμαι ζωγράφος
  3. (μεταφορικά) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Κλίση

Μεταφράσεις