draw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
draw | draws |
draw (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | draw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | draws |
αόριστος | drew |
παθητική μετοχή | drawn |
ενεργητική μετοχή | drawing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
draw (en)
- σχεδιάζω, σκιτσάρω
- συνάγω συμπέρασμα
- τραβάω
- αντλώ
- ↪ motherboard, RAM, CPU, etc, are all drawing power from the power supply
- μητρική πλακέτα, μνήμη RAM, CPU, κ.λπ., αντλούν ενέργεια από το τροφοδοτικό (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ motherboard, RAM, CPU, etc, are all drawing power from the power supply