draw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
draw | draws |
draw (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | draw |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | draws |
αόριστος | drew |
παθητική μετοχή | drawn |
ενεργητική μετοχή | drawing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
draw (en)