Μετάβαση στο περιεχόμενο

draw

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
draw draws

draw (en)

  1. το ισοπαλία, η ισοβαθμία
  2. η κλήρωση
ενεστώτας draw
γ΄ ενικό ενεστώτα draws
αόριστος drew
παθητική μετοχή drawn
ενεργητική μετοχή drawing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

draw (en)

  1. σχεδιάζω, σκιτσάρω
  2. (μεταβατικό) συνάγω, βγάζω συμπέρασμα, έχω μια συγκεκριμένη ιδέα αφού έχω μελετήσει κάτι ή το έχω σκεφτεί
    παράδειγμα  I draw a conclusion.
    Βγάζω ένα συμπέρασμα.
  3. (αμετάβατο) κοντεύω
    παράδειγμα  The day drew to a close.
    Η μέρα κόντευε να τελειώσει.
  4. τραβάω
  5. αντλώ
    παράδειγμα  motherboard, RAM, CPU, etc, are all drawing power from the power supply
    μητρική πλακέτα, μνήμη RAM, CPU, κ.λπ., αντλούν ενέργεια από το τροφοδοτικό (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
  6. (μεταβατικό) βγάζω, παίρνω υγρό ή αέριο από κάπου
    παράδειγμα  I draw water from a well.
    Βγάζω νερό από πηγάδι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]