σκιτσάρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκιτσάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική schizzare < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
[επεξεργασία]σκιτσάρω
- σχεδιάζω κάτι, απεικονίζω κάτι σε χαρτί τραβώντας γραμμές, ιχνογραφώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σκίτσο