ιχθυοτρόφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών |
|||
# {{μει}}, (''μεταφορικά'') ο πολιτικά [[ποταμίσιος]], όχι μόνο λόγο του συνειρμού με το [[ποτάμι]] αλλά διότι οι ''ιχθυοκαλλιέργειες'' αναφέρονται ρητά στο πρόγραμμα του [[Το Ποτάμι|Ποταμιού]] |
|||
# {{μει}}, (''μεταφορικά'') ο αλλοπρόσαλλος, ο αδιάφορος για τα καθημερινά ουσιώδη προβλήματα, ειδικά για σπουδαστή που πέρασε σε τυχαία σχολή |
|||
===={{συνώνυμα}}==== |
===={{συνώνυμα}}==== |
||
*[[ιχθυοκαλλιεργητής]] |
*[[ιχθυοκαλλιεργητής]] |
||
*[[ιχθυοκαλλιεργήτρια]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 01:16, 21 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιχθυοτρόφος < (ελληνιστική κοινή) ἰχθυοτρόφος < ἰχθύς + τρέφω
Ουσιαστικό
ιχθυοτρόφος αρσενικό
- αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών
- Πρότυπο:μει, (μεταφορικά) ο πολιτικά ποταμίσιος, όχι μόνο λόγο του συνειρμού με το ποτάμι αλλά διότι οι ιχθυοκαλλιέργειες αναφέρονται ρητά στο πρόγραμμα του Ποταμιού
- Πρότυπο:μει, (μεταφορικά) ο αλλοπρόσαλλος, ο αδιάφορος για τα καθημερινά ουσιώδη προβλήματα, ειδικά για σπουδαστή που πέρασε σε τυχαία σχολή
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ιχθυοτροφείο
- ιχθυοτροφία
- ιχθυοτροφικός
- → δείτε τις λέξεις ιχθύς και τρέφω
Μεταφράσεις
ιχθυοτρόφος