ordre: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη da
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη co
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
[[ca:ordre]]
[[ca:ordre]]
[[chr:ordre]]
[[chr:ordre]]
[[co:ordre]]
[[cs:ordre]]
[[cs:ordre]]
[[da:ordre]]
[[da:ordre]]

Αναθεώρηση της 14:12, 11 Μαρτίου 2016

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ordre ordres

ordre (fr) αρσενικό

  1. η τάξη
    il met ses affaires en ordre - βάζει τα πράγματά του σε τάξη
  2. η σειρά
    il est troisième dans l'ordre d'arrivée - έφτασε τρίτος στη σειρά
  3. η διαταγή
    il exécute des ordres - εφαρμόζει διαταγές

Εκφράσεις