βλώσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
[[en:βλώσκω]] |
[[en:βλώσκω]] |
||
[[it:βλώσκω]] |
[[it:βλώσκω]] |
||
[[ru:βλώσκω]] |
Αναθεώρηση της 00:55, 14 Οκτωβρίου 2016
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βλώσκω < ρίζα μολ και κατόπιν μετάθεσης μλο και κατόπιν ένθεσης για ευφωνία του β, μβλο και με έκπτωση του μ = βλω (μπορεί να είναι και συγγενές του μωλύω: μεταφυτεύω, μαραίνομαι)
Ρήμα
βλώσκω
- ποιητικό ρήμα που σημαίνει έρχομαι και πάω
- ἔστε δ᾽ ἂν μόλωσιν, εἰς ἀφθονίαν παρέξειν ἔφη καὶ σιτία καὶ ποτά. : και μέχρι να φτάσουν εκεί, θα τους παράσχει σε αφθονία τρόφιμα και ποτά
Συγγενικά
- αὐτόμολος
- από τη νεοελληνική το μολών στη φράση μολών λαβέ (έλα πάρ' τα)
- ἀντιμολία στη φράση δίκη κατ' αντιμολία
- ως συνθετικό στο κεντρομόλος
Τύποι
- βλώσκω μέλλων μολοῦμαι και [βλώξω] αόριστος [ἔβλωξα] αόριστος β΄ἔμολον και [ἔβλων] παρακείμενος μέμβλωκα
- (Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι των Αττικών συγγραφέων)