βλώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
βλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος < μλώσκω < μολίσκω (=έρχομαι μετά κόπου) < από το επίρρημα μόλις < μόγις < μόγος (=μεγάλος κόπος) = έρχομαι μετά κόπου και προσπάθειας
μολών λαβέ (=κόπιασε να τα πάρεις)
Ρήμα
βλώσκω
- ποιητικό ρήμα που σημαίνει έρχομαι και πάω αφού βρίσκω τα ψυχικά αποθέματα
- ἔστε δ᾽ ἂν 'μόλωσιν, εἰς ἀφθονίαν παρέξειν ἔφη καὶ σιτία καὶ ποτά : και μέχρι να βρούν το θάρρος και φτάσουν εκεί, θα τους παράσχει σε αφθονία τρόφιμα και ποτά
- αὐτόμολος = λιποτάκτης, αυτός που βρήκε το θάρρος να αποστρατήσει και να ταχθεί στο αντίπαλο στράτευμα
- στη φράση μολών λαβέ =βρες τα ψυχικά αποθέματα (τόλμα) κι έλα πάρ' τα
- ἀντιμωλία στη φράση δίκη κατ' αντιμωλία = δίκη που γίνεται παρουσία όλων των διαδίκων
- ως συνθετικό στο κεντρομόλος
Τύποι
- ενεστ.βλώσκω πρτ ἔβλωσκον μέλλων μολοῦμαι και βλώξω αόριστος ἔβλωξα αόριστος β΄ἔμολον και ἔβλων παρακείμενος μέμβλωκα