άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 99: | Γραμμή 99: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]] |
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά|αβυσσος]] |
||
[[fr:άβυσσος]] |
[[fr:άβυσσος]] |
Αναθεώρηση της 07:08, 22 Οκτωβρίου 2007
- αρχαία ελληνική ἡ ἄβυσσος < επίθετο ἄβυσσος
Πρότυπο:-ουσ- άβυσσος θηλυκό
- μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
- βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
- απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
- (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς