άθροισμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
{{)}} |
{{)}} |
||
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]] |
|||
[[fr:άθροισμα]] |
[[fr:άθροισμα]] |
Αναθεώρηση της 14:28, 9 Δεκεμβρίου 2007
- άθροισμα < αθροίζω < αθρόος (: άφθονος, μαζικός)
Πρότυπο:-ουσ- άθροισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα της μαθηματικής πράξης, κατά την οποία προστίθενται δύο ή περισσότεροι αριθμοί, μεγέθη, ποσότητες, διανύσματα κλπ
- το 10 είναι το άθροισμα του 6 και του 4
- το αποτέλεσμα που προκύπτει, όταν προσθέτομε μετρήσιμα στοιχεία σε καταμέτρηση
- το άθροισμα των ψήφων
- το σύνολο των στοιχείων που συνδέονται εξωτερικά, χωρίς να χάνει το καθένα την αυτονομία και την ατομικότητά του