jutro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jutro (bs)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 'jutro' < πρωτοσλαβική *(j)utro
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
jutro (pl)
przedwczoraj (pl) | wczoraj (pl) | dzisiaj (pl) | jutro (pl) | pojutrze (pl) |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jutro (pl)
- το αύριο
Χρήση[επεξεργασία]
- od jutra - από αύριο
- do jutra - 1. μέχρι αύριο 2. για αύριο