statua
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
statua | statue |
statua (it) θηλυκό
- το άγαλμα
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
statua (la) θηλυκό
- το άγαλμα