ακίνδυνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακίνδυνα < ακίνδυνος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακίνδυνα
- χωρίς κίνδυνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακίνδυνα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακίνδυνα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακίνδυνο