ακίνδυνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακίνδυνα < ακίνδυνος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακίνδυνα

  1. χωρίς κίνδυνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ακίνδυνα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακίνδυνο