απειλητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
απειλητικά < απειλητικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
απειλητικά
- με απειλητικό τρόπο
- οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά το χωριό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απειλητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απειλητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απειλητικό