menacingly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | menacingly |
συγκριτικός | more menacingly |
υπερθετικός | most menacingly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
menacingly (en)
- απειλητικά
- ↪ He looked at me menacingly.
- Με κοίταξε απειλητικά.
- ≈ συνώνυμα: threateningly
- ↪ He looked at me menacingly.