Ιαχβέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιαχβέ < μία από τις μεταγραφές στα ελληνικά (της φωνηεντισμένης απόδοσης γΙαΧ'ΒέΧ) του ιερού Τετραγράμματου, το οποίο σημαίνει "Εκείνος Κάνει να Γίνεται" ή "Αυτός που Υπάρχει" (ο Ων)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιαχβέ αρσενικό
- μια από τις αποδόσεις του προσωπικού ονόματος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- Χρήστος Καρακόλης, "Το Ευαγγέλιο του Ιούδα: Μια ακόμη εκδοχή του αρχαίου γνωστικού μύθου με νέο πρωταγωνιστή".