Σελτζούκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σελτζούκ < (μεταγραφή) τουρκική Selçuk. Δείτε και Σελτζούκος
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Σελτζούκ αρσενικό άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σελτζούκ στη Βικιπαίδεια