άλβεδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άλβεδο ουδέτερο άκλιτο (και άλμπεντο)
- (αστρονομία) η λευκαύγεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- άλβεδο στη Βικιπαίδεια