αιματοκυλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιματοκυλώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αιματοκυλώ και αιματοκυλίζω

  • κυλάω κάποιους στο αίμα, προξενώ πολλούς θανάτους, μεγάλη αιματοχυσία
    αυτός ο εμφύλιος πόλεμος που αιματοκύλησε την Ελλάδα ...

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]