αιματώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιματώνω < αίμα + -ώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
αιματώνω
- προκαλώ αιμάτωση
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιματώνω | αιμάτωνα | θα αιματώνω | να αιματώνω | αιματώνοντας | |
β' ενικ. | αιματώνεις | αιμάτωνες | θα αιματώνεις | να αιματώνεις | αιμάτωνε | |
γ' ενικ. | αιματώνει | αιμάτωνε | θα αιματώνει | να αιματώνει | ||
α' πληθ. | αιματώνουμε | αιματώναμε | θα αιματώνουμε | να αιματώνουμε | ||
β' πληθ. | αιματώνετε | αιματώνατε | θα αιματώνετε | να αιματώνετε | αιματώνετε | |
γ' πληθ. | αιματώνουν(ε) | αιμάτωναν αιματώναν(ε) |
θα αιματώνουν(ε) | να αιματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιμάτωσα | θα αιματώσω | να αιματώσω | αιματώσει | ||
β' ενικ. | αιμάτωσες | θα αιματώσεις | να αιματώσεις | αιμάτωσε | ||
γ' ενικ. | αιμάτωσε | θα αιματώσει | να αιματώσει | |||
α' πληθ. | αιματώσαμε | θα αιματώσουμε | να αιματώσουμε | |||
β' πληθ. | αιματώσατε | θα αιματώσετε | να αιματώσετε | αιματώστε | ||
γ' πληθ. | αιμάτωσαν αιματώσαν(ε) |
θα αιματώσουν(ε) | να αιματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αιματώσει | είχα αιματώσει | θα έχω αιματώσει | να έχω αιματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αιματώσει | είχες αιματώσει | θα έχεις αιματώσει | να έχεις αιματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αιματώσει | είχε αιματώσει | θα έχει αιματώσει | να έχει αιματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αιματώσει | είχαμε αιματώσει | θα έχουμε αιματώσει | να έχουμε αιματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αιματώσει | είχατε αιματώσει | θα έχετε αιματώσει | να έχετε αιματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αιματώσει | είχαν αιματώσει | θα έχουν αιματώσει | να έχουν αιματώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιματώνομαι | αιματωνόμουν(α) | θα αιματώνομαι | να αιματώνομαι | ||
β' ενικ. | αιματώνεσαι | αιματωνόσουν(α) | θα αιματώνεσαι | να αιματώνεσαι | (αιματώνου) | |
γ' ενικ. | αιματώνεται | αιματωνόταν(ε) | θα αιματώνεται | να αιματώνεται | ||
α' πληθ. | αιματωνόμαστε | αιματωνόμαστε αιματωνόμασταν |
θα αιματωνόμαστε | να αιματωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αιματώνεστε | αιματωνόσαστε αιματωνόσασταν |
θα αιματώνεστε | να αιματώνεστε | (αιματώνεστε) | |
γ' πληθ. | αιματώνονται | αιματώνονταν αιματωνόντουσαν |
θα αιματώνονται | να αιματώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιματώθηκα | θα αιματωθώ | να αιματωθώ | αιματωθεί | ||
β' ενικ. | αιματώθηκες | θα αιματωθείς | να αιματωθείς | αιματώσου | ||
γ' ενικ. | αιματώθηκε | θα αιματωθεί | να αιματωθεί | |||
α' πληθ. | αιματωθήκαμε | θα αιματωθούμε | να αιματωθούμε | |||
β' πληθ. | αιματωθήκατε | θα αιματωθείτε | να αιματωθείτε | αιματωθείτε | ||
γ' πληθ. | αιματώθηκαν αιματωθήκαν(ε) |
θα αιματωθούν(ε) | να αιματωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αιματωθεί | είχα αιματωθεί | θα έχω αιματωθεί | να έχω αιματωθεί | αιματωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αιματωθεί | είχες αιματωθεί | θα έχεις αιματωθεί | να έχεις αιματωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αιματωθεί | είχε αιματωθεί | θα έχει αιματωθεί | να έχει αιματωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αιματωθεί | είχαμε αιματωθεί | θα έχουμε αιματωθεί | να έχουμε αιματωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αιματωθεί | είχατε αιματωθεί | θα έχετε αιματωθεί | να έχετε αιματωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αιματωθεί | είχαν αιματωθεί | θα έχουν αιματωθεί | να έχουν αιματωθεί |