αναγομώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναγομώνω < ανα- + γομώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναγομώνω

  1. ξαναγεμίζω πυρομαχικά με εκρηκτικό υλικό
  2. ξαναπροσθέτω κατάλληλο χημικό στα ελαστικά, ώστε να αποκτήσει πάλι ιδιότητες που έχει χάσει λόγω πολυκαιρίας
  3. γεμίζω πυροσβεστήρα με νέο, ενεργό υλικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]