ανακομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακομίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνακομίζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀνακομίζω < ἀνά + κομίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακομίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]