αναμοχλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμοχλεύω < αρχαία ελληνική ἀναμοχλεύω < ἀνά +μοχλός

Ρήμα[επεξεργασία]

αναμοχλεύω

  • επαναφέρω στην επιφάνεια παλιές και ξεχασμένες ιστορίες, έριδες, πάθη κλπ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]