ανασυνιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασυνιστώ < λόγια λέξη της καθαρεύουσας από το ανά και την αρχαία ελληνική συνίστημι ή συνιστάω ή συνιστάνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ανασυνιστώ
- βάζω νέα θεμέλια, αναδιαρθρώνω ριζικά, αναμορφώνω, συστήνω εκ νέου (μια εταιρεία, ένα ίδρυμα, έναν φορέα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- οι τρεις μορφές του ρήματος στον προφορικό λόγο έχουν δημιουργήσει μια πληθώρα τύπων που πολλοί ισχύουν και για τις τρεις μορφές του ρήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασυνιστώ
|