ανιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιώ < ουσιαστικό ανία
Ρήμα[επεξεργασία]
ανιώ
- (σπάνιο, ποιητικό) νιώθω ανία
- "Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ" (Κ.Π. Καβάφης, Σύγχυσις)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιώ
|