αντιπροσφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αντιπροσφέρω
- προσφέρω με τη σειρά μου προς απάντηση ή αντιμετώπιση άλλης προσφοράς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιπροσφορά
- → δείτε τις λέξεις αντί, προσφέρω, προς και φέρω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιπροσφέρω | αντιπροσέφερα | θα αντιπροσφέρω | να αντιπροσφέρω | αντιπροσφέροντας | |
β' ενικ. | αντιπροσφέρεις | αντιπροσέφερες | θα αντιπροσφέρεις | να αντιπροσφέρεις | αντιπρόσφερε | |
γ' ενικ. | αντιπροσφέρει | αντιπροσέφερε | θα αντιπροσφέρει | να αντιπροσφέρει | ||
α' πληθ. | αντιπροσφέρουμε | αντιπροσφέραμε | θα αντιπροσφέρουμε | να αντιπροσφέρουμε | ||
β' πληθ. | αντιπροσφέρετε | αντιπροσφέρατε | θα αντιπροσφέρετε | να αντιπροσφέρετε | αντιπροσφέρετε | |
γ' πληθ. | αντιπροσφέρουν(ε) | αντιπροσέφεραν αντιπροσφέραν(ε) |
θα αντιπροσφέρουν(ε) | να αντιπροσφέρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιπροσέφερα | θα αντιπροσφέρω | να αντιπροσφέρω | αντιπροσφέρει | ||
β' ενικ. | αντιπροσέφερες | θα αντιπροσφέρεις | να αντιπροσφέρεις | αντιπρόσφερε | ||
γ' ενικ. | αντιπροσέφερε | θα αντιπροσφέρει | να αντιπροσφέρει | |||
α' πληθ. | αντιπροσφέραμε | θα αντιπροσφέρουμε | να αντιπροσφέρουμε | |||
β' πληθ. | αντιπροσφέρατε | θα αντιπροσφέρετε | να αντιπροσφέρετε | αντιπροσφέρτε | ||
γ' πληθ. | αντιπροσέφεραν αντιπροσφέραν(ε) |
θα αντιπροσφέρουν(ε) | να αντιπροσφέρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιπροσφέρει | είχα αντιπροσφέρει | θα έχω αντιπροσφέρει | να έχω αντιπροσφέρει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιπροσφέρει | είχες αντιπροσφέρει | θα έχεις αντιπροσφέρει | να έχεις αντιπροσφέρει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιπροσφέρει | είχε αντιπροσφέρει | θα έχει αντιπροσφέρει | να έχει αντιπροσφέρει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιπροσφέρει | είχαμε αντιπροσφέρει | θα έχουμε αντιπροσφέρει | να έχουμε αντιπροσφέρει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιπροσφέρει | είχατε αντιπροσφέρει | θα έχετε αντιπροσφέρει | να έχετε αντιπροσφέρει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιπροσφέρει | είχαν αντιπροσφέρει | θα έχουν αντιπροσφέρει | να έχουν αντιπροσφέρει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιπροσφέρω