αυτοκριτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκριτικά < αυτοκριτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυτοκριτικά
- με αυτοκριτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκριτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αυτοκριτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτοκριτικός