αψιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψιδώνω < (ελληνιστική κοινήἁψιδόομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αψιδώνω (παθητική φωνή: αψιδώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]