βάλλοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βάλλοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω
- ↪ Ήταν έξαλλος και απαιτούσε τη λύση του προβλήματός του βάλλοντας κατά παντός υπευθύνου.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
βάλλοντας