βατεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βατεύω < ελληνιστική βατεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

βατεύω

  1. (για αρσενικό ζώο) ζευγαρώνω με το θηλυκό
     συνώνυμα: επιβαίνω, συνουσιάζομαι
  2. (για πρόσωπο) ζευγαρώνω, με το θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]