βλέποντας και κάνοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις βλέποντας, και και κάνοντας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvle.pon.das ce‿ˈka.non.das/

Έκφραση[επεξεργασία]

βλέποντας και κάνοντας

  • προσπαθώντας να πετύχω κάτι σε περιορισμένο χρονικό διάστημα και με περιορισμένα μέσα, εκτιμώ την κατάσταση ('βλέποντας') και πράττω αναλόγως ('κάνοντας')