γαρμπόζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναθεώρηση : Σημείωση προς εξέταση: Το Ιταλικό garbo σημαίνει άγουρο και μεταφορικά ξυνό. Την ίδια χρήση έχει η λέξη στα Κερκυραϊκά σημαίνει αυτό ακριβώς που υπονοεί η λαϊκή ρήση "του/της αρέσουν τα ξυνά". Αρα garboso σημαίνει "γυναικάς". |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαρμπόζος
- κομψός, φινετσάτος
- (στην Κέρκυρα) ερωτύλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαρμπόζος
|