δαδίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαδίν < αρχαία ελληνική δᾳδίον, υποκοριστικό της λέξης δᾴς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαδίν

  1. δαδί
  2. είδος αφεψήματος από δαδί για ιατρική χρήση