δασώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασώνω <δάσος + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

δασώνω, πρτ.: δάσωνα, στ.μέλλ.: θα δασώσω, αόρ.: δάσωσα, παθ.φωνή: δασώνομαι, μτχ.π.π.: δασωμένος

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]