δαψιλῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαψιλῶς < επίθετο δαψιλής
Επίρρημα[επεξεργασία]
δαψιλῶς, συγκριτικός :δαψιλεστέρως, υπερθετικός : δαψιλέστατα
- άσωτα
- άφθονα
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 7.6 @scaife.perseus
- ἀπὸ δὲ ἀρτοποιίας Κύρηβος τήν τε οἰκίαν πᾶσαν διατρέφει καὶ ζῇ δαψιλῶς,
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 8.32, @scaife.perseus.
- αὐτὸς τὸν ἰχθὺν ἀπέσυρε καὶ δαψιλῶς φαγὼν ἐπεῖπεν·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 7.6 @scaife.perseus
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ποιητικός τύπος: δαψιλέως
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δαψιλής
Πηγές[επεξεργασία]
- δαψιλῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.