δηλοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δηλοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δηλοποιῶ, συνηρημένος τύπος του δηλοποιέω
Ρήμα[επεξεργασία]
δηλοποιώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δηλοποιώ | δηλοποιούσα | θα δηλοποιώ | να δηλοποιώ | δηλοποιώντας | |
β' ενικ. | δηλοποιείς | δηλοποιούσες | θα δηλοποιείς | να δηλοποιείς | (δηλοποίει) | |
γ' ενικ. | δηλοποιεί | δηλοποιούσε | θα δηλοποιεί | να δηλοποιεί | ||
α' πληθ. | δηλοποιούμε | δηλοποιούσαμε | θα δηλοποιούμε | να δηλοποιούμε | ||
β' πληθ. | δηλοποιείτε | δηλοποιούσατε | θα δηλοποιείτε | να δηλοποιείτε | δηλοποιείτε | |
γ' πληθ. | δηλοποιούν(ε) | δηλοποιούσαν(ε) | θα δηλοποιούν(ε) | να δηλοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δηλοποίησα | θα δηλοποιήσω | να δηλοποιήσω | δηλοποιήσει | ||
β' ενικ. | δηλοποίησες | θα δηλοποιήσεις | να δηλοποιήσεις | δηλοποίησε | ||
γ' ενικ. | δηλοποίησε | θα δηλοποιήσει | να δηλοποιήσει | |||
α' πληθ. | δηλοποιήσαμε | θα δηλοποιήσουμε | να δηλοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | δηλοποιήσατε | θα δηλοποιήσετε | να δηλοποιήσετε | δηλοποιήστε | ||
γ' πληθ. | δηλοποίησαν δηλοποιήσαν(ε) |
θα δηλοποιήσουν(ε) | να δηλοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δηλοποιήσει | είχα δηλοποιήσει | θα έχω δηλοποιήσει | να έχω δηλοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δηλοποιήσει | είχες δηλοποιήσει | θα έχεις δηλοποιήσει | να έχεις δηλοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δηλοποιήσει | είχε δηλοποιήσει | θα έχει δηλοποιήσει | να έχει δηλοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δηλοποιήσει | είχαμε δηλοποιήσει | θα έχουμε δηλοποιήσει | να έχουμε δηλοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δηλοποιήσει | είχατε δηλοποιήσει | θα έχετε δηλοποιήσει | να έχετε δηλοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δηλοποιήσει | είχαν δηλοποιήσει | θα έχουν δηλοποιήσει | να έχουν δηλοποιήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δηλοποιώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- δηλοποιώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)