διάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική diana
Επίρρημα[επεξεργασία]
διάνα
- ακριβώς, επιτυχία, κέντρο
- του έδωσα στην τύχη μια απάντηση και πέτυχα διάνα
Επιφώνημα[επεξεργασία]
διάνα
- εκφράζει επιτυχία, ακρίβεια