διαδραματίζεται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδραματίζεται < παθητική φωνή του ρήματος διαδραματίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαδραματίζεται, πρτ.: διαδραματιζόταν, στ.μέλλ.: θα διαδραματιστεί, αόρ.: διαδραματίστηκε
- (μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού) συμβαίνει, εξελίσεται
- στο πλαίσιο ενός δραματικού ή άλλου αφηγηματικού έργου
- (κατ’ επέκταση) για γεγονότα με έντονο, δραματικό, χαρακτήρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδραματίζεται
|