διαμετρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμετρώ < αρχαία ελληνική διαμετρέω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμετρώ

  1. (παρωχημένο) μετρώ, καταμετρώ, υπολογίζω
  2. (παρωχημένο) λογαριάζω, σκέφτομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]