διχαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διχαλώνω < διχάλα + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

διχαλώνω (παθητική φωνή: διχαλώνομαι)

  1. κάνω κάτι να έχει διχάλα, διχαλωτό
  2. καταλήγω σε διχάλα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]